ΟΤΑΝ ΦΑΝΕΡΩΘΩ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΑΥΤΗ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΘΑΥΜΑΣΤΑ
Το ιστορικό των ανασκαφών των κατακομβών της Αγίας Μαγδαληνής, στον Σκόπελο της Μυτιλήνης σύμφωνα με τα Πατερικά Κείμενα έχει ως εξής:
Στη θέση που είναι κτισμένη σήμερα η Εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής, καθώς και σ’όλο το μεγάλο οικόπεδό της, υπήρχαν κτισμένα σπίτια τα οποία είχαν αυλές εμπρός των, όπως χαρακτηριστικά ήταν τα σπίτια της παλαιάς εκείνης εποχής στα χωριά της Γέρας, στην περιοχή της οποίας ανήκει και ο Σκόπελος. Μεταξύ αυτών, ήταν και το σπίτι του Αντώνη και της Ελένης Τσανταρλιώτη.
Και τα θαυμαστά αυτά γεγονότα άρχισαν στό μέρος αυτό το άγιο κατά τις ημέρες τής Αγίας κα Μεγάλης εβδομάδος.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, γύρω στο έτος 1898-1900, σύμφωνα με την διήγηση της Ελένης Καράκωντη-Μάγειρα.
Η σύζηγος του Αντώνη Τσανταρλιώτη η Ελένη, μια πολύ πιστή και ευσεβής γυναίκα, που αγαπούσε πολύ το Θεό, μόλις είχε επιστρέψει από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου μ’όλη την οικογένειά της είχαν παρακολουθήσει με κατάνυξη την ακολουθία των Παθών του Κυρίου, και ετοιμαζόταν να μπη μέσα στο σπίτι της, βλέπει μια άγνωστη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα σαν καλόγρια, να στέκεται σαν να την περιμένει να επιστρέψει.
Η Ελένη βλέποντας την άγνωστη μέσα στο μέχρι τότε κλειδωμένο σπίτι της φοβήθηκε… Έκανε να γυρίσει πίσω, να φύγει, αλλά η άγνωστη και παράξενη γυναίκα της λέγει: “Μη φοβάσαι Ελένη.
Είμαι η Αγία Μαγδαληνή. Κάθομαι και εγώ εδώ κοντά σου”. Και της έδειξε έξω την αυλή το σπιτιού, στην οποία υπήρχε ένα δένδρο αγριελιάς. “Εδώ ακριβώς μένω, συνέχισε η Αγία καί θέλω από σήμερα να μου ανάβεις κάθε ημέρα καί νύχτα καντήλι”.
Ακόμη της λέγει: “Από τώρα και πέρα θα με βλέπεις τακτικά, γιατί εσένα διάλεξα για να με υπηρετήσεις”
Εκστατική μένει η Ελένη. Κάνει το σταυρό της και γονατίζει εμπρός της. Αλλά η Αγία αμέσως χάνεται από μπροστά της. Καταφοβισμένη η γυναίκα, συγκινημένη και με δάκρυα στά μάτια διηγείται σε λίγο, μόλις έρχονται ο άνδρας της και τα παιδιά της από την εκκλησία, το θαύμα της εμφανίσεως της Αγἰας Μαγδαληνής.
Ο Αντώνης Τσανταρλιώτης, ο άνδρας της Ελένης, ήταν ένας φτωχός άνθρωπος, πολύ απλός και πιστός χριστιανός. Ήταν ζευγάς στο επάγγελμα. Μόλις λοιπόν η γυναίκα του, τρομαγμένη ακόμα, και με δάκρυα στα μάτια, του διηγείται το θαύμα αυτό της Αγίας, σταυροκοπιέται πολλές φορές και δακρυσμένος και εκείνος ευχαριστεί το Θεό και την Αγία Μαγδαληνή, γιατί διάλεξε την δική του οικογένεια, να φανερώσει τη Χάρη της
Την εποχή αυτή που εμφανίστηκε η Αγία Μαγδαληνή, το νησί της Μυτιλήνης ήταν υποδουλωμένο στους Τούρκους. Από φόβο, λοιπόν, μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι, παρ’ όλη τη σχετική ελευθερία την οποία είχαν οι χριστιανοί του Σκοπέλου ως προς τα θρησκευτικά των καθήκοντα, απεφάσισαν να μην πούνε τίποτα σε κανέναν.
Όμως την επόμενη ημέρα το πρωί, παρ’ όλον ότι ήταν Μεγάλη Παρασκευή και δεν έπρεπε να κάνουν καμμία εργασία, όλη η οικογένεια καθάρισαν πολύ καλά το μέρος που έδειξε η Αγία μέσα στην αυλή τους.Το καθάρισαν, το ασβέστωσαν και άναψαν κι ένα καντήλι, βάζοντας μπροστά μερικές πέτρες για να μη φαίνεται το φως τη νύχτα.
Όταν τελείωσαν, η Ελένη πήγε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κι εκεί αποκάλυψε στον ιερέα π. Ευστράτιο Μάγειρα, τα όσα είδε κι άκουσε από το στόμα της Αγίας Μαγδαληνής. Εκείνος συγκινήθηκε και την συμβούλεψε: Να σκεφθείς πολύ καλά Ελένη τι θα κάνεις.
Δεν ξέρουμε πώς θα τα πάρει ο κόσμος. Εγώ σε πιστεύω και σε μακαρίζω για την τιμή που σου έκανε η αγία. Αλλά οι άλλοι; Κι αν το μάθουν οι Τούρκοι; Αφορμή θέλουν να μας βλάψουν.
Πώς άρχισαν τα θαύματα.
Πιο πάνω από το σπίτι της Ελένης ήταν το σπίτι της Αμερσούδας της Καραγιώργαινας. Η Αμερσούδα βλέποντας από το ύψος του σπιτιού της κάθε νύχτα το κανδήλι να ανάβει πηγαίνει στην Ελένη και την ρωτάει: “Τι κανδήλι είναι αυτό που ανάβει στην αυλή σου;”. Η Ελένη, μη μπορώντας να κρύψει εντελώς το μστικό της, της λέει: “Ε, να. Κάτι παρουσιάζεται. Δεν μπορώ όμως να σου πω τίποτε περισσότερο τώρα”.
Η Καραγιώργαινα δεν την πιέζει περισσότερο. Σέβεται το δισταγμό της. Κάνει μόνο το σταυρό της, γυρνώντας προς το μέρος που βρίσκεται το αναμμένο κανδήλι και φεύγει.
Έχοντας ακούσει κάποια παράδοση από τους παλιότερους, μόλις βρήκε ευκαιρία, πηγαίνει κοντά στο αναμμένο καντήλι και χωρίς να την δούνε παίρνει λίγο χώμα στην χουφτα της, το βάζει σ’ ένα ποτήρι να κατασταλάξει και αφού κάνει την προσευχή της ευλαβικά κάτω από τα εικονίσματα του σπιτιού της, ζυμώνει μ’ αυτό , το αλεύρι που είχε ετοιμάσει
Το βάζει ύστερα να ανεβεί και σε λίγο κατάπληκτη βλέπει τη ζύμη να έχει φουσκώσει τόσο πολύ, που ούτε με το καλύτερο προζύμι δεν θα μπορούσε να φουσκώσει τόσο. Και όχι μόνο αυτό.
Παρ’ όλον ότι το αλεύρι ήταν λίγο, ένα πιάτο μόνο γιατί ήταν φτωχή γυναίκα, γέμισε η σκάφη ζύμη και έκανε πολλά ψωμιά. Μόλις είδε το θαύμα αυτό, πηγαίνει στο σπίτι της Ελένης, γονατίζει μπροστά στο δένδρο της αγριελιάς και με δάκρυα στα μάτια ευχαριστεί το Θεό και τον Αγιο, όποιος είναι αυτός, αφού δεν γνωρίζει ακόμα το όνομά του.
Στη συνέχεια διηγείται το θαύμα στην οικογένεια του Αντώνη Τσανταρλιώτη και τότε η Ελένη, της αποκαλύπτει την αλήθεια.
Από τη στιγμή αυτή, διστακτικά στην αρχή, αρχίζει ο κόσμος του Σκοπέλου πρώτα, να μαθαίνει σιγά σιγά τα θαυμαστά αυτά γεγονότα. Ο κόσμος πήγαινε με ελπίδα και πίστη να προσκυνήσει σ’ αυτόν τον ιερό τόπο και να ανάψει το κανδήλο της Αγίας. Πολλοί έπαιρναν χώμα και ζύμωναν το αλεύρι τους, άρρωστοι το έβαζαν μέσα στο νερό και αφού καταστάλλαζε και καθάριζε, το έπιναν και θεραπεύονταν. Και τα θαύματα γίνονταν το ένα κατόπιν του άλλου.
Στη γειτονιά της Ελένης, είχε το σπίτι της κάποια γυναίκα που την έλεγαν Βιτσάνη Κουκούλη.
Ένα πρωί, αφού πήγε και έβαλε λάδι στο κανδήλι της Αγίας και προσευχήθηκε, γύρισε στο σπίτι της. Αλλά μόλις μπαίνει μέσα σ’ αυτό, μια μυρωδιά σαν θυμίαμα την χτύπησε στη μύτη. Κάτι μοσχοβολούσε και ευωδίαζε όλο το σπίτι της.
Και όταν άρχισε να ψάχνει από που προέρχεται αυτή η ευωδία, διαπίστωσε ότι έβγαινε από την στάμνα της, την οποία είχε γεμίσει βγάζοντας νερό από το γειτονικό πηγάδι και από την οποία μόλις ήπιε νερό, αισθάνθηκε το νερό να μοσχοβολά, σαν να είχε ρίξει κανείς μέσα ακριβό άρωμα. Είχε γίνει ροδόσταμα το νερο και σκορπούσε την ευωδία σε όλο το σπίτι της.
Το πηγάδι με το αγίασμα
Πέρασαν από τότε επτά χρόνια. Στο διάστημα αυτό το κανδήλι της αγίας δεν έσβησε ποτέ. Δίπλα ακριβώς από το σπίτι του Αντώνη Τσανταρλιώτη υπήρχε ένα άλλο σπίτι της Βιτσάνης Ανδρειώτη ή Καντζουρδά, το γένος Μάγειρα, στην αυλή της οποίας υπήρχε από τα πολύ παλιά χρόνια, ένα βαθύ πηγάδι, περί τα 30 μέτρα βάθος. ήταν το πηγάδι από το οποίο είχε γεμίσει τη στάμνα της η Βιτσάνη Κουκούλη, και μοσχομύρισε με αρώματα το σπίτι της.
Μια ημέρα και ενώ μια γυναίκα σήκωσε το ξύλινο σκέπασμα του πηγαδιού, το οποίο προστάτευε το νερό του πηγαδιού από τη σκόνη και τις ακαθαρσίες, και ενώ ετοιμαζόταν να ρίξει μέσα το κουβά να βγάλει νερό, βλέπει το νερό, το οποίο συνήθως ήταν πολύ χαμηλά, να κινείται. Το βλέπει έκπληκτη να φουσκώνει, να ανεβαίνει ψηλά μέχρι τα χείλη του πηγαδιού και να χύνεται ακόμη κι απ’ έξω.
Η γυναίκα άρχισε να σταυροκοπιέται, να κλαίει, να φωνάζει τις γειτόνισσες, κι όλες μαζί άρχισαν να ψέλνουν σιγανά τροπάρια, όσα ήξεραν και να ευχαριστούν τον Θεό και την Αγία Μαγδαληνή για το καινούριο της θαύμα. Στη στιγμή μαζεύτηκε πλήθος κόσμου. Η καμπάνα του αγίου Γεωργίου άρχισε να χτυπά. Δύο πράγματα πρέπει να αναφερθούν.
Το ένα είναι ότι γύρω από το πηγάδι με το φούσκωμα του νερού, μία υπέροχη ευωδία είχε ξεχυθεί, σαν ευωδία θυμιάματος μοσχολίβανου, ακόμη δε όποιος έπινε από το νερό, το ένιωθε να μυρίζει σαν ροδόσταμα. Το δεύτερο ήταν, ότι μαζεύτηκαν και πολλοί Τούρκοι και έπαιρναν και έπιναν και οι ίδιοι νερό και έβρεχαν το κεφάλι τους.
Οι τότε εφημέριοι, π. Ευστράτιος Μάγειρας και π. Αντώνιος Παπαντωνίου γονατιστοί και δακρυσμένοι μπροστά στο θαυμαστό πηγάδι έψελναν την παράκληση της Παναγίας.
Μια εικόνα κι ένας σταυρός στο πηγάδι
Στο πηγάδι συνέχιζε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει το νερό. Όχι βέβαια, πάντα. Ξαφνικά, μία ημέρα, ενώ ο ιερέας έψελνε πάλι την παράκληση πάνω από το πηγάδι, όταν έφθασε στο ευαγγέλιο, ένας θόρυβος αρκετά μεγάλος ακούστηκε από το ανοικτό πηγάδι.
Το νερό άρχισε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει. Σε ένα φούσκωμά του, ο ιερέας και ο κόσμος που υπήρχαν τριγύρω, βλέπουν να ανεβαίνουν στην επιφάνεια, ένας σταυρός και μια εικόνα.
Αυτό έγινε πολλές φορές. Κάθε φορά που ο ιερέας έκανε παράκληση, η εικόνα με τον σταυρό ανέβαινε ψηλά μέσα στο πηγάδι, αλλά κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να τα πιάσει (σ’αυτό έχω την απόλυτη διαβεβαίωση της γιαγιάς μου, που ήταν αυτόπτης μαρτυράς του γεγονότος αρκετές φορές).
Η πρώτη εκκλησία της
Ύστερα από όλα αυτά και με χίλια βάσανα και προσπάθειες πήραν την άδεια από τον Τούρκο υποδιοικητή της Γέρας, τον Μουδίρη, και κατασκεύασαν μια πρόχειρη εκκλησία , σαν παράγκα, με ξύλα και σανίδια, γιατί απαγορευόταν αυστηρώς το χτίσιμο εκκλησιών.
Σ’ αυτή την ξύλινη μικρή εκκλησία άρχισαν να γίνονται θείες λειτουργίες και τ’ άλλα μυστήρια. Η οικογένεια του Αντώνη και της Ελένης Τσανταρλιώτη παρ’ όλη τη φτώχεια τους, έφυγαν από το σπίτι τους και πήγαν να μείνουν στο γεροντικό της πενθεράς του, το οικόπεδο δε και το σπίτι το χάρισαν στην εκκλησία.
Νέες εμφανίσεις και εντολές της αγίας
Αλλά ενώ συνέβαιναν αυτά η Αγία και πάλι εμφανίσθηκε σε κάποιον άνδρα του χωριού, ονόματι Χαράλαμπο Ράλλη. Του ζήτησε να βρει ανθρώπους πιστούς και ευσεβείς, οι οποίοι με τη δική του επιστασία και την δική Της καθοδήγηση, νά σκάψουν, ξεκινώντας από μέσα από την πρόχειρη αυτή ξύλινη εκκλησία, τις κατακόμβες, τα ονομαζόμενα στον Σκόπελο “ΛΑΓΟΥΜΙΑ”. Και έτσι άρχισαν οι ανασκαφές. Νήστευαν όλοι και έσκαβαν, χωρίς να πληρώνονται.
Πέρασε αρκετό διάστημα. Στο μεταξύ ο Χαράλαμπος Ραλλης σταμάτησε το σκάψιμο. Είχαν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα, με κυριότερο το οικονομικό. Οι επίτροποι της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου βλέποντας ότι σκάβουν τόσο καιρό και δεν βρίσκουν τίποτα δεν ήθελαν να βοηθήσουν οικονομικώς από το ταμείο του ιερού Ναού.
Η γυναίκα του Χαράλαμπου Ράλλη, η Ρήγαινα, παρ’ όλο ότι είχε πιστεύσει και εκείνη στην Αγία Μαγδαληνή, επειδή η οικογένειά της είχε πολλές ανάγκες, βλέποντας το σύζυγό της να έχει σταματήσει κάθε δική του εργασία και να ασχολείται μόνον με τις ανασκαφές, άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις και εμπόδια στον άνδρα της.
Αυτά τα προβλήματα ανάγκασαν τον Χαράλαμπο Ράλλη να φύγει από τον Σκόπελο και να πάει στον Πολυχνίτο, που ήταν ο τόπος της καταγωγής του, για να εργασθεί, αλλά προπάντων για να γλιτώσει από την γενική κατακραυγή του κόσμου που ξέχασε τόσο γρήγορα τα θαύματα της Αγιας Μαγδαληνής και τώρα τον ειρωνεύονταν που δεν έβρισκε τίποτα με τις ανασκαφές.
Αλλά δεν έμεινε πολύ στον Πολυχνίτο.
Η Αγία Μαγδαληνή του φανερώθηκε πάλι και του είπε να γυρίσει στον Σκόπελο και να συνεχίσει το σκάψιμο. Εκείνος της παραπονέθηκε: “Γιατί Αγία μου Μαγδαληνή αναθέτεις σε μένα αυτή τη δουλειά και όχι σε κάποιον άλλον, αφού ξέρεις τι υποφέρω από όλους στον Σκόπελο;”.
Εκείνη του απάντησε: “Την ανέθεσα σε σένα, γιατί πιο καθαρό άνθρωπο δεν βρήκα μέσα στο χωριό. Πήγαινε πίσω στον Σκόπελο κι εγώ θα σε βοηθώ και θα σε ανακουφίζω”.
Και όταν της είπε: “ενώ ο κόσμος Αγία μου, φέρνει τόσα λάδια στην Εκκλησία σου, οι επίτροποι τα ξοδεύουν εδώ κι εκεί κι εμάς που σκάβουμε και νηστικοί πολλές φορές, κανείς δεν μας βοηθά”, εκείνη του απάντησε: “Μην νοιάζεσαι Χαράλαμπε.
Εγώ θα σε βοηθήσω. Όσο γι’ αυτούς που σπαταλούν αλλού τα λάδια και τα χρήματα της Εκκλησίας, θα τους πληρώσω ανάλογα. Έχω πολλούς να θεραπεύσω και να τους δώσω την χαρά, αλλά έχω και πολλούς να τιμωρήσω παραδειγματικά για την απιστία και την ασέβειά τους.
Ο Χαράλαμπος Ράλλης γύρισε αμέσως πάλι στον Σκόπελο και με την οικονομική βοήθεια ορισμένων πιστών χριστιανών αλλά και την ηθική συμπαράσταση της γυναίκας και των παιδιών του, οι οποίοι μετά από ένα θαύμα της Αγίας, άρχισαν να τον συμπαραστέκονται και να του δίνουν θάρρος, και παρά τους χλευασμούς των επιτρόπων και άλλων κατοίκων του Σκοπέλου, συνέχισε τις ανασκαφές, μέχρις ότου μια ημέρα, μέσα στα χώματα, βρέθηκε μια μικρή παλαιά και κατάμαυρη, σχεδόν σβησμένη απ’ την υγρασία εικόνα.
Η εικόνα βρέθηκε κατά τα έτη 1910-1911. Χτυπούσαν οι καμπάνες και πλήθος κόσμου έκλαιγε και προσευχόταν. Για μια στιγμή νόμισαν ότι αυτή ήταν η εικόνα που γύρευαν, αλλά το βράδυ πάλι η αγία Μαγδαληνή εμφανίζεται στον Χαράλαμπο και του λέγει:
“Χαράλαμπε, φύλαξε την εικόνα πού βρήκες, μέσα στην εκκλησία μου για να την βλέπουν και να την προσκυνούν οι χριστιανοί και συνέχισε το σκάψιμο. Διότι δεν έφθασες ακόμη εκεί που πρέπει. Εγώ θα σου πω πότε θα σταματήσεις…
Με την καινούρια αυτή εντολή της Αγίας, ο Χαράλαμπος και οι άνθρωποί του συνέχισαν το σκάψιμο και έφθασαν μέχρι στο σημείο που έχουν σταματήσει σήμερα.
Στο σημείο αυτό, η αγία του έδωσε εντολή να σταματήσει: “Φτάνει. Ο αγώνας σου τελείωσε.
Εδώ θα σταματήσετε“.
Ο Χαραλαμπος της είπε: “Μα δεν βρήκαμε ακόμη Αγία μου Μαγδαληνή, αυτά που μας είπες“.
Και εκείνη του απάντησε: “Εδώ που φθάσατε τώρα είναι αρκετά. Βρίσκομαι πια μια σπιθαμή απ’ το πρόσωπο της γης και δεν χρειάζεται περισσότερο, παρά μία ή δύο κασμαδιές για να φανερωθώ.
Αλλά όχι τώρα. Δεν είναι ο κατάλληλος καιρός. Γι’ αυτό θα αργήσουν ακόμα να με βρουν οι άνθρωποι. Αλλ’ όταν φανερωθώ θα είναι ημέρα Παρασκευή και κατά την ημέρα αυτή θα γίνουν πολλά θαυμαστά στο μέρος ετούτο…“.