Ποια μέρα πάμε στα κοιμητήρια τη Μεγάλη Εβδομάδα και γιατί
Συνηθίζεται κατά τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος οι συγγενείς των κεκοιμημένων να επισκέπτονται τους τάφους των, να τους περιποιούνται, να ανάβουν τα κανδήλια με λάδι, να θυμιάζουν και να τελούν τρισάγια.
Ιδιαιτέρως όμως οι επισκέψεις αυτές λαμβάνουν ένα πάνδημο χαρακτήρα κατά την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Αυτή η παράδοση έχει πολύ παλαιά ερείσματα.
Σχετικά αναφέρει ο Π. Τρεμπέλας περί της Μεγάλης Παρασκευής ότι είναι ήμερα αφιερωμένη στην τιμή των μαρτύρων και των νεκρών. «Εξ άλλου ο θείος Χρυσόστομος πληροφορεί ημάς περί συναθροίσεως κατά την Μ. Παρασκευήν εν τω κοιμητηρίω, ένθα είχεν ανεγερθή βασιλική, ναός δηλ., εις τιμήν των μαρτύρων και συνεδυάζετο συνεπώς προς την ημέραν ταύτην και μνεία των μαρτύρων και των νεκρών»
Οι ψυχές και οι μανάδες τη Μεγάλη Εβδομάδα
Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, πολλά λέει ο λαός, για τις ψυχούλες των αγαπημένων νεκρών. Όλες οι γυναίκες, σ’όλη την Ελλάδα λένε πολλά για τη λύτρωση των ψυχών.
«Τη Μεγάλη Πέμπτη, που ο Σωτήρας κατεβαίνει στον Αδη, οι ψυχές των πεθαμένων λυτρώνονται… Ξανασαίνουν κι αυτές και πάνε στα λουλουδάκια. Γι’ αυτό τη Μεγάλη Πέμπτη, τη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο, κάνουμε κόλλυβα, πάμε στα μνημούρια και τα στολίζουμε με λουλούδια.
Οι ψυχούλες βγαίνουν από τον Αδη και ξανασαίνουν, όπως ανασταίνεται ο Χριστός. Μένουν πάνω στη γη, στα λουλουδάκια, πενήντα μέρες, ως το Σάββατο της Γονυκλισίας. Τότε, εμείς οι ζωντανοί γονατίζουμε, γονατίζουν κι οι ψυχές μπροστά στο Θεό, τον προσκυνάνε και γυρίζουν στον τόπο τους.
Από τη Μεγάλη Εβδομάδα ως την Πεντηκοστή, οι ψυχούλες είναι έξω. Κάθονται πάνω στα λουλούδια, στα δέντρα και στα βλαστάρια του αμπελιού. Ναι ! Κάθονται πάνω στα τρυφερά βλαστάρια του αμπελιού ! Γι’ αυτό δεν πρέπει να κόβουμε αυτές τις μέρες βλαστάρια, μήπως πέσουν οι ψυχές που είναι καθισμένες πάνω σ’ αυτά, πονέσουν… και κλάψουν».
Αυτά πιστεύουν και λένε οι καλές χριστιανές. Όλοι οι τάφοι, σ’ όλα τα νεκροταφεία της Ελλάδας, είναι στολισμένοι με λουλούδια. Εκεί κάθονται οι ψυχούλες των νεκρών, βλέπουν τους αγαπημένους τους και χαίρονται. Από τη Μεγάλη Πέμπτη ως την Πεντηκοστή – της Γονυκλισίας- μην κλάψεις τους νεκρούς. Μην τους πικράνεις. Τ’ άλλο Μεγαλοβδόμαδο, θα ξαναγυρίσουν. Θα δουν το φως, τα χρώματα και θα νιώσουν τα αρώματα των λουλουδιών…
*Μεγάλη Τετάρτη, Μεγάλη Πέμπτη, Μεγάλη Παρασκευή, γέλιο δεν ακούγεται στο ελληνικό χωριό. Καίει ολημερίς το καντήλι, απλώνεται η μυρωδιά του μοσχολίβανου.
Η γυναίκα του χωριού δεν ξέρει πολλά πράγματα για τους Σαδδουκαίους, για τους Ζηλωτές, δεν πολυκαταλαβαίνει την πνευματική Διαθήκη Αγάπης του Χριστού. Εκείνο, όμως, που καταλαβαίνει πολύ καλά και που τη συγκλονίζει είναι το Μαρτύριο του Κυρίου. Ακούει τις ποταπές βρισιές, τις φωνές του όχλου, τις κραυγές των φανατικών, ακούει το κάρφωμα. Μα, πάνω απ’ όλα , η γυναίκα νιώθει τον πόνο της Μάνας του Εσταυρωμένου.
Η Μαρία πόνεσε όπως πονάει κάθε μάνα. Ξεσκίστηκε η καρδιά της σαν είδε το παιδί της στο σταυρό. Και θρήνησε όπως θα θρηνούσε κάθε μάνα.
Οι στίχοι που έγραψε ο λαΪκός στιχοπλόκος, γι’ αυτή την ώρα της Σταύρωσης μα και της Αποκαθήλωσης, είναι τραγικοί.
Το μοιρολόϊ της Παναγίας, που λένε οι γυναίκες της Σάμου, είναι από τα πιο δραματικά. Η Μάνα του Χριστού είναι γονατισμένη μπροστά στο σταυρό, κοιτάζει το γιό της, που ψυχομαχάει, και του μιλάει… Του λέει :
Σαν τη λαμπάδα τη χυτή
που χύνουνε στην πόλη,
έτσι ήταν το κορμάκι σου
καθημερινή και σκόλη,
αχ, παιδί μου έχε γειά !
Χρυσή λαμπάδα μην καείς,
κι άσπρο κερί μη λιώσεις,
αχ, παιδί μου, έχε γειά.
Και ο Χριστός, πάνω από το σταυρό, λέει στη μάνα Του :
Μάνα, όταν με γέννησες
γιατί δε μου το είπες,
αχ, μανούλα μου, γλυκιά,
πως έχει ο κόσμος βάσανα,
πως έχει ο κόσμος πίκρες,
αχ, μανούλα, έχε γειά.
Μεγάλη Παρασκευή: Κάθε τέτοια νύχτα στα μνήματα…
«Κάθε τέτοια νύχτα, όπως και αύριο στα μνήματα, ίσαμε την νύχτα της ανάστασης, δεν φεύγουν από το μυαλό μου, όλοι οι κεκοιμημένοι μας. Τους αισθάνομαι μέσα από μνήμες πασχαλινές και αναμνήσεις συγκινητικές, να συμπορεύονται πλάι μας, σε κάθε κίνηση μας εντός και εκτός ναού. Είναι η μέρα πού το φως έλλαμψε στο αιώνιο σκοτάδι, στον άδη και ο λαός πού κάθονταν στο σκότος και την σκιά θανάτου είδε φώς μέγα. Σε μιά άλλη ζωή και γι αυτό κοντύτερα στον νεκρό Χριστό, στον τελευταίο νεκρό, αφού μετά τον θάνατο Του, κενώθηκαν οι τάφοι. Και ηγέρθησαν οι δίκαιοι και γύριζαν στην πόλη και φανερώθηκαν σε πολλούς. Ο Θεός να τους αναπαύει όλους στην αναστάσιμη χαρά και πανήγυρη της βασιλείας Του!»[2]
Κάποτε πλησίασε τον νομπελίστα ποιητή μας Γιώργο Σεφέρη, ένας ξένος διαπρεπής συνομιλητής, «πειράζων αυτόν και λέγων»:
«Μα πιστεύετε σοβαρά ότι είστε πραγματικά απόγονοι του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή;».
Απαντά ο Σεφέρης:
«Όχι, είμαστε απόγονοι μονάχα της μάνας μας, που μας μίλησε Ελληνικά, που προσευχήθηκε ελληνικά, που μας νανούρισε με παραμύθια για τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή, τον Λεωνίδα και τον Παπαφλέσσα, και ένιωσε την ψυχή της να βουρκώνει την Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά στο ξόδι του νεκρού Θεανθρώπου».[1]
«Πάντα τη Μεγάλη Παρασκευή, να ‘σαι μόνος σαν το Χριστό προσμένοντας το τελευταίο καρφί, το ξύδι, τη λόγχη. Τις ζαριές ν’ ακούς ατάραχα στο μοίρασμα των υπαρχόντων σου, τις βλαστήμιες, τις προκλήσεις, την αδιαφορία. Πριν την Παρασκευή δεν έρχεται η Κυριακή, τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της Μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας. Μην ξαφνιαστείς, μη φοβηθείς στ’ απρόσμενο σουρούπωμα. Οι μπόρες του ουρανού δε στερεύουν. Η ξαστεριά θα ’ρθεί το Σαββατόβραδο. Τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας»
Σήμερα κάθε εκκλησιά σηκώνει τον Επιτάφιό της.
Και η Αθήνα μαζί ψάλλει… «Ω γλυκύ μου Έαρ»
Καλή Ανάσταση όπου Γης!