«Παίρνω το παιδί της αδελφής μου για να την ξεκουράσω. Δεν περιμένω να το ζητήσει γιατί δεν θα μου το ζητούσε ποτέ.»
«Παίρνω το παιδί της αδελφής μου για να την ξεκουράσω. Δεν περιμένω να το ζητήσει γιατί δεν θα μου το ζητούσε ποτέ.»
«Δεν περιμένω από την αδελφή μου να μου ζητήσει να της πάρω το μωρό. Ουπς! Αυτό μπορεί να ακούστηκε σαν απαγωγή… Αφήστε με να σας εξηγήσω.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όταν επισκέπτομαι την αδελφή μου και κρατάω το μικρό μου ανιψάκι, το οποίο μυρίζει σαν πασπαλισμένο με αστερόσκονη, της λέω ότι θα τον πάρω λίγο στην κρεβατοκάμαρα, βάζω στην τηλεόραση την αγαπημένη μου τηλεοπτική εκπομπή και είναι δικός μου τις επόμενες δύο ώρες.
Θα του αλλάξω τις πάνες εκείνο το διάστημα που τον έχω μαζί μου, τα ρούχα του αν βραχεί, θα τον ταΐσω, όταν πεινάσει. Κι εκείνη ξέρει ότι έχει μία – δύο ώρες να τις περάσει όπως της αρέσει. Να φάει, να βάλει σκούπα, να κάνει ένα μπάνιο, να δει το αγαπημένο της ντοκιμαντέρ με ηρεμία.
Τέλος πάντων επιλέγει να περάσει αυτόν τον χρόνο, όπως θέλει. Είναι Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ. Δεν την ρωτάω και δεν την κρίνω. Μόνο εκείνη γνωρίζει τι θέλει το σώμα της και η καρδιά της, και πραγματικά το αξίζει.
Εγώ, εκείνη, ο μικρός; Όλοι νιώθουμε τέλεια. Είναι ένα υπέροχο διάλειμμα από τον κόσμο μας και για τους τρεις. Βλέπετε, αν περιμένω πρώτα να τη ρωτήσω τι να κάνω, τι τι τι, το χάσαμε το παιχνίδι. Δεν θα συμβεί ποτέ και θα νιώθω ένοχη και ντροπή, γιατί μπορούσα να κάνω κάτι και δεν το έκανα.